- γοητεύεται
- γοητεύωbewitchpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακήλητος — ἀκήλητος, ον (Α) [κηλῶ ( έω)] αυτός που δεν γοητεύεται εύκολα και συνεκδ. αδυσώπητος, σκληρός, άσπλαχνος … Dictionary of Greek
αμαγνήτιστος — η, ο [μαγνητίζω] 1. αυτός που δεν μαγνητίστηκε ή δεν μπορεί να μαγνητιστεί 2. (για πρόσωπα) αυτός που δεν γοητεύεται, δεν έλκεται από άλλον σαν από μαγνήτη … Dictionary of Greek
Στρίντμπεργκ, Γιόχαν Άουγκουστ — (Strindberg). Σουηδός συγγραφέας και δραματουργός (Στοκχόλμη 1849 – 1912). Πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια, αγωνιζόμενος να σπουδάσει, να γίνει κάτι, να μπει στην ανώτερη κοινωνία. Το έργο του Σ., που είναι βασικά αυτοβιογραφικό, φέρνει τη σφραγίδα … Dictionary of Greek
αμάγευτος — η, ο αυτός που δεν επηρεάζεται από τα μάγια, που δε γοητεύεται: Έμεινε αμάγευτος από τη γοητεία της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)